ἀλιτραίνω

ἀλιτραίνω
ἀλιτραίνω, [dialect] Ep. for ἀλιταίνω (when required by metre), abs.,
A sin, offend, ὅστις ἀλιτραίνει or

ὅς κεν ἀλιτραίνῃ Hes.Op.243

(cf. Aeschin. 2.158, 3.134);

ἢν μὲν ἀλιτραίνῃς AP9.763

(Jul.); οὐδὲν ἀ. Tryph. 269.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλιτραίνω — ἀλιτραίνω (Α) [ἀλιτρός] επικ. ρ. αντί τού ἀλιταίνω * αδικώ, αμαρτάνω …   Dictionary of Greek

  • ἀλιτραίνω — ἀλιταίνω sin pres subj act 1st sg (epic) ἀλιταίνω sin pres ind act 1st sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιτρός — ἀλιτρός, όν (Α) 1. (και ως ουσ.) αμαρτωλός, κακός, ασεβής, ανόσιος 2. δόλιος, πονηρός, πανούργος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀλιτρά ανόσια έργα, αμαρτίες, αδικήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιταίνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτραίνω, ἀλιτρία, ἀλιτροσύνη, ἀλιτρῶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”